Ουσιαστικό

επεξεργασία

obsolescence (en)

  1. απαξίωση, φθορά (κατά λέξη παλαίωση, απώλεια)
  2. απαρχαίωση, μη συμβατότητα με την σύγχρονη εποχή ή τεχνολογία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • planned obsolescence : προγραμματισμένη φθορά, προγραμματισμένη απαξίωση (για προϊόντα που σχεδιάζονται επί τούτου να έχουν μικρή διάρκεια ζωής ώστε να αυξάνεται η κατανάλωση)


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obsolescence (fr) θηλυκό

  1. η βαθμιαία αχρήστευση ενός αντικειμένου, όχι λόγω της τακτικής χρήσης του αλλά λόγω της τεχνικής προόδου, των συνηθειών των ανθρώπων, της μόδας και άλλων παραμέτρων ανεξαρτήτων του ίδιου του αντικειμένου

Συγγενικά

επεξεργασία