γελαδάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γελαδάρης < αγελαδάρης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝe.laˈða.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐λα‐δά‐ρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
γελαδάρης αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του αγελαδάρης
Συγγενικά επεξεργασία
- Γελαδάρης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γελαδάρης
→ δείτε τη λέξη αγελαδάρης |