Δείτε επίσης: γελαδάρης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γελαδάρης οι Γελαδάρηδες
      γενική του Γελαδάρη των Γελαδάρηδων
    αιτιατική τον Γελαδάρη τους Γελαδάρηδες
     κλητική Γελαδάρη Γελαδάρηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γελαδάρης < επάγγελμα γελαδάρης[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.laˈða.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γε‐λα‐δά‐ρης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γελαδάρης αρσενικό (θηλυκό Γελαδάρη)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γελαδάρης σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.