διακοσάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διακοσάρης | η | διακοσάρα | το | διακοσάρικο |
γενική | του | διακοσάρη | της | διακοσάρας | του | διακοσάρικου |
αιτιατική | τον | διακοσάρη | τη | διακοσάρα | το | διακοσάρικο |
κλητική | διακοσάρη | διακοσάρα | διακοσάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διακοσάρηδες | οι | διακοσάρες | τα | διακοσάρικα |
γενική | των | διακοσάρηδων | — | των | διακοσάρικων | |
αιτιατική | τους | διακοσάρηδες | τις | διακοσάρες | τα | διακοσάρικα |
κλητική | διακοσάρηδες | διακοσάρες | διακοσάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διακοσάρης < διακόσ(α) + -άρης
- και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου διακοσάρης
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðʝa.koˈsa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐κο‐σά‐ρης
Επίθετο
επεξεργασία
διακοσάρης, -α, -ικο
- που αφορά ή περιέχει 200 μονάδες από κάτι
- ⮡ διακοσάρης σκληρός δίσκος (που έχει χωρητικότητα 200 GB)
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη διακοσάρης
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη διακοσάρα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διακόσια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διακοσάρης
|
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διακοσάρης αρσενικό (θηλυκό διακοσάρα)
- (οικείο, αθλητισμός) δρομέας που τρέχει δρόμο διακοσίων μέτρων
- ⮡ Ένας διακοσάρης μπορεί να τρέξει και τα 100, ή μπορεί να τρέξει και τα 400, αλλά είναι πολύ δύσκολο να έχει καλές επιδόσεις και στα τρία αγωνίσματα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δρομέας 200 μέτρων
|