Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακοσάρης η διακοσάρα το διακοσάρικο
      γενική του διακοσάρη της διακοσάρας του διακοσάρικου
    αιτιατική τον διακοσάρη τη διακοσάρα το διακοσάρικο
     κλητική διακοσάρη διακοσάρα διακοσάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακοσάρηδες οι διακοσάρες τα διακοσάρικα
      γενική των διακοσάρηδων των διακοσάρικων
    αιτιατική τους διακοσάρηδες τις διακοσάρες τα διακοσάρικα
     κλητική διακοσάρηδες διακοσάρες διακοσάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακοσάρης < διακόσ(α) + -άρης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðʝa.koˈsa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐κο‐σά‐ρης

  Επίθετο επεξεργασία

διακοσάρης, -α, -ικο

  1. που αφορά ή περιέχει 200 μονάδες από κάτι
    διακοσάρης σκληρός δίσκος (που έχει χωρητικότητα 200 GB)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη  διακοσάρης
  3. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη διακοσάρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακοσάρης οι διακοσάρηδες
      γενική του διακοσάρη των διακοσάρηδων
    αιτιατική τον διακοσάρη τους διακοσάρηδες
     κλητική διακοσάρη διακοσάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

διακοσάρης αρσενικό (θηλυκό διακοσάρα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία