↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυπησιάρης οι λυπησιάρηδες
      γενική του λυπησιάρη των λυπησιάρηδων
    αιτιατική τον λυπησιάρη τους λυπησιάρηδες
     κλητική λυπησιάρη λυπησιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυπησιάρης < λύπηση + -ιάρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λυπησιάρης αρσενικό (θηλυκό: λυπησιάρα, ουδέτερο λυπησιάρικο)

  1. που λυπάται εύκολα
  2. που είναι για λύπηση

Σημειώσεις

επεξεργασία

Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία