βρομιάρικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾoˈmɲa.ɾi.ko/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβρομιάρικο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βρομιάρης
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βρομιάρικος