sala
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sala | sale |
Ετυμολογία επεξεργασία
- sala < λομβαρδική sala
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sala (it)
- η αίθουσα
Λετονικά (lv) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sala (lv) θηλυκό
- το νησί
Λιθουανικά (lt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sala (lt) θηλυκό πληθυντικός: salos
- το νησί
Φινλανδικά (fi) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sala (fi)
- το μυστικό