salissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | salissant | salissants |
θηλυκό | salissante | salissantes |
Επίθετο
επεξεργασίαsalissant (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη sale
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | salissant | salissants |
θηλυκό | salissante | salissantes |
salissant (fr)