αλατοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αλατοφόρος
- αυτός που φέρει ή παράγει αλάτι
- αλατούχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλατοφόρος
→ δείτε τη λέξη αλατούχος |