αλατερό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλατερό | τα | αλατερά |
γενική | του | αλατερού | των | αλατερών |
αιτιατική | το | αλατερό | τα | αλατερά |
κλητική | αλατερό | αλατερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλατερό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλατερός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλατερό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλατερό
|