• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αλατερό

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλατερό τα αλατερά
      γενική του αλατερού των αλατερών
    αιτιατική το αλατερό τα αλατερά
     κλητική αλατερό αλατερά
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αλατερό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλατερός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αλατερό ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) αλατιέρα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αλατερό
  • → δείτε τη λέξη αλατιέρα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλατερό&oldid=3953475"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Ιουλίου 2017, στις 05:46

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Ιουλίου 2017, στις 05:46.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie