αλατόνερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.laˈto.ne.ɾo/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλατόνερο ουδέτερο
- διάλυμα που περιέχει αλάτι και νερό
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλατόνερο