Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοιρομήριον < μεσαιωνική ελληνική χοιρο(μέριν) + αρχαία ελληνική μηρίον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χοιρομήριον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία