χοιροβοσκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χοιροβοσκός < ελληνιστική κοινή χοιροβοσκός < αρχαία ελληνική χοῖρος + βοσκός
Ουσιαστικό επεξεργασία
χοιροβοσκός αρσενικό
- (επάγγελμα) ο χοιροτρόφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
χοιροβοσκός
|