χοιρόδερμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çiˈɾo.ðeɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χοι‐ρό‐δερ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χοιρόδερμα ουδέτερο
- δέρμα γουρουνιού που έχει κατεργαστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χοιρόδερμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας