χοιρομητέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχοιρομητέρα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) ένας θηλυκός χοίρος που έχει γεννήσει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χοιρομητέρα
|
Πηγές
επεξεργασία- χοιρομητέρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)