εμποράκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμποράκος < έμπορ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /em.boˈɾa.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπο‐ρά‐κος
- παλιότερος συλλαβισμός : εμ‐πο‐ρά‐κος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμποράκος αρσενικό
- (και μειωτικό) o έμπορος που διατηρεί ένα μικρό κατάστημα με περιορισμένες πωλήσεις
- Ως «Θάνατος του εμποράκου» μεταφράστηκε ο τίτλος του αγγλικού «Death of a Salesman», ενός από τα πιο γνωστά θεατρικά έργα του αμερικανού Άρθουρ Μίλλερ.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε έμπορος
εμποράκος
|