Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπόρισσα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εμπόρισσ
α
οι
εμπόρισσ
ες
γενική
της
εμπόρισσ
ας
των
εμπορισσ
ών
αιτιατική
την
εμπόρισσ
α
τις
εμπόρισσ
ες
κλητική
εμπόρισσ
α
εμπόρισσ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμπόρισσα
<
έμπορος
+ κατάληξη θηλυκού
-ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμπόρισσα
θηλυκό
(
επάγγελμα
) →
δείτε
τη λέξη
έμπορος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπόρισσα
γαλλικά
:
commerçante
(fr)
γερμανικά
:
Händlerin
(de)