↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυρέμπορας οι τυρέμπορες
      γενική του τυρέμπορα των τυρέμπορων
    αιτιατική τον τυρέμπορα τους τυρέμπορες
     κλητική τυρέμπορα τυρέμπορες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Συγκρίνετε με την κλίση του τυρέμπορος.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυρέμπορας < τυρ(ί) + -έμπορας[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυρέμπορας αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία