• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τυροκόμος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τυροκόμος οι τυροκόμοι
      γενική του/της τυροκόμου των τυροκόμων
    αιτιατική τον/την τυροκόμο τους/τις τυροκόμους
     κλητική τυροκόμε τυροκόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τυροκόμος < ελληνιστική κοινή τυροκομέω < αρχαία ελληνική τυρός + κομέω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυροκόμος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) που ασχολείται με την τυροκομία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ατυροκόμητος
  • τυροκομείο / τυροκομειό
  • τυροκόμημα / τυροκόμισμα
  • τυροκόμηση
  • τυροκόμι
  • τυροκομία
  • τυροκομικά
  • τυροκομικός
  • τυροκομώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τυροκόμος
  • ελληνιστική κοινή : τυροποιός
  • αγγλικά : cheesemaker (en)
  • γαλλικά : fromager (fr) (αρσενικό), fromagère (fr) (θηλυκό)
  • γερμανικά : Käsemacher (de) (αρσενικό), Käsemacherin (de) (θηλυκό)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τυροκόμος&oldid=6967807"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Νοεμβρίου 2024, στις 05:38

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Русский
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Νοεμβρίου 2024, στις 05:38.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας