Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυροκομώ < αρχαία ελληνική τυροκομῶ (τυροκομέω)

  Ρήμα επεξεργασία

τυροκομώ (και τυροκομάω)

  1. πήζω τυρί
    το σημερινό γάλα θα το τυροκομήσω και με το αυριανό θα κάνω γιαούρτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία