κοπανιστή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοπανιστή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοπανιστή θηλυκό
- είδος τυριού με πιπεράτη γεύση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοπανιστή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κοπανιστή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κοπανιστός