Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυριέρα οι τυριέρες
      γενική της τυριέρας
    αιτιατική την τυριέρα τις τυριέρες
     κλητική τυριέρα τυριέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τυριέρα < τυρί + -ιέρα

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

τυριέρα θηλυκό

  Μεταφράσεις Επεξεργασία