τυρόψωμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυρόψωμο ουδέτερο
- ψωμί με διάσπαρτα τεμάχια τυριού που προστίθεται στο ζύμωμα
- βρώση ψωμιού με τυρί
- σκυλοτροφή που φτιάχνουν κυρίως οι βοσκοί για τα τσοπανόσκυλα
- δόλωμα για τα ψάρια
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυρόψωμο
|