Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυροκροκέτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τυροκροκέτ
α
οι
τυροκροκέτ
ες
γενική
της
τυροκροκέτ
ας
των
τυροκροκετ
ών
αιτιατική
την
τυροκροκέτ
α
τις
τυροκροκέτ
ες
κλητική
τυροκροκέτ
α
τυροκροκέτ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα
ταψί
με
τυροκροκέτες
.
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυροκροκέτα
<
τυρ(ί)
+
-ο-
+
κροκέτα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τυροκροκέτα
θηλυκό
(
γαστρονομία
)
κροκέτα
με βασικό
υλικό
το
τυρί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ρύζι
και
κροκέτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυροκροκέτα