κροκέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κροκέτα | οι | κροκέτες |
γενική | της | κροκέτας | των | κροκετών |
αιτιατική | την | κροκέτα | τις | κροκέτες |
κλητική | κροκέτα | κροκέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κροκέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική crocchetta < γαλλική croquette < croquer < croc
Ουσιαστικό
επεξεργασίακροκέτα θηλυκό
- (γαστρονομία) σφαιρικό παρασκεύασμα από πατάτα (σε πουρέ) ψάρι, κρέας ή κιμά, πασπαλισμένο με τριμμένη φρυγανιά και τηγανισμένο