Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρυζοκροκέτα οι ρυζοκροκέτες
      γενική της ρυζοκροκέτας των ρυζοκροκετών
    αιτιατική τη ρυζοκροκέτα τις ρυζοκροκέτες
     κλητική ρυζοκροκέτα ρυζοκροκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυζοκροκέτα < ρύζ(ι) + -ο- + κροκέτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρυζοκροκέτα θηλυκό

  • (γαστρονομία) κροκέτα με βασικό υλικό το ρύζι
    Σε μια φριτέζα ζεσταίνουμε το ηλιέλαιο και τηγανίζουμε τις ρυζοκροκέτες – χωρίς να τις στριμώξουμε – για περίπου 5 λεπτά, ώσπου να ροδίσουν. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία