Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυροφαγία οι τυροφαγίες
      γενική της τυροφαγίας των τυροφαγιών
    αιτιατική την τυροφαγία τις τυροφαγίες
     κλητική τυροφαγία τυροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυροφαγία < τυρο- + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυροφαγία θηλυκό

  1. η κατανάλωση τυριού σε μεγάλες ποσότητες
  2. το να τρώει κανείς αποκλειστικά τυρί

  Μεταφράσεις επεξεργασία