Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυροπωλείο τα τυροπωλεία
      γενική του τυροπωλείου των τυροπωλείων
    αιτιατική το τυροπωλείο τα τυροπωλεία
     κλητική τυροπωλείο τυροπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυροπωλείο < τυρο- + -πωλείο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυροπωλείο ουδέτερο

  • το κατάστημα που πουλά τυρί

  Μεταφράσεις επεξεργασία