Δείτε επίσης: τυρίνη
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τυρινή
      γενική της Τυρινής
    αιτιατική την Τυρινή
     κλητική Τυρινή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τυρινή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυρινή, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τυρινός[1] [2] < τυρί(ν) + -ινός < αρχαία ελληνική τυρίον, υποκοριστικό του τυρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.riˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τυ‐ρι‐νή

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τυρινή θηλυκό

  1. (χριστιανισμός) η τελευταία εβδομάδα ή Κυριακή πριν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή κατά την οποία απαγορεύεται πλέον η κατανάλωση κρέατος, επιτρέπεται όμως η κατανάλωση αβγών και γαλακτοκομικών
  2. (λαογραφία) η τελευταία εβδομάδα ή Κυριακή των καρναβαλικών εκδηλώσεων, της Αποκριάς

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Τυρινή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Τυρινή - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τυρινή: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τυρινός[1] [2] < τυρί(ν) + -ινός < αρχαία ελληνική τυρίον, υποκοριστικό του τυρός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τυρινή θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Τυρινή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Τυρινή - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)