Αποκριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αποκριά | οι | Αποκριές |
γενική | της | Αποκριάς | των | Αποκριών |
αιτιατική | την | Αποκριά | τις | Αποκριές |
κλητική | Αποκριά | Αποκριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αποκριά θηλυκό (& Απόκρια)
- η ημέρα πριν την έναρξη της νηστείας του Πάσχα (Κυριακή της Τυροφάγου), αποκορύφωμα των εορτών της αποκριάς, κατά την οποία επιτρέπεται η κρεοφαγία σε όσους πρόκειται να νηστέψουν κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή
Άλλες γραφές επεξεργασία
- Αποκρηά (παρωχημένη)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αποκριά στη Βικιπαίδεια