Δείτε επίσης: Αποκριά, Απόκρια, αποκριά, απόκρια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Απόκρεω οι Απόκρεω
      γενική της Απόκρεω των Απόκρεω
    αιτιατική την Απόκρεω τις Απόκρεω
     κλητική Απόκρεω Απόκρεω
όπως «Απόκρεω (ιδιόκλιτο)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Απόκρεω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική  Ἀπόκρεως (ονομασική πτώση), με βάση τη γενική «τῆς Ἀπόκρεω» < ελληνιστική κοινή ἀπόκρεος (με αποχή από το κρέας) με μεταπλασμό κατά τα ἡδύκρεως, πολύκρεως < ἀπό + κρέως < κρέας. [1]. Συγκρίνετε με το Αποκριά και το μεσαιωνικό Ἀποκριά.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Απόκρεω θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε τι γράφει το 1882 ο αττικιστής φιλόλογος Κωνσταντίνος Σ. Κόντος στο βιβλίο του Γλωσσικαί παρατηρήσεις, σελ.181-182 για τη λέξη Απόκρεω.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Αποκριά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία