ἡδύκρεως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἡδύκρεως | τὸ | ἡδύκρεων | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἡδύκρεω | τοῦ | ἡδύκρεω | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἡδύκρεῳ | τῷ | ἡδύκρεῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἡδύκρεων | τὸ | ἡδύκρεων | ||
κλητική ὦ! | ἡδύκρεως | ἡδύκρεων | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἡδύκρεῳ | τὰ | ἡδύκρεα | ||
γενική | τῶν | ἡδύκρεων | τῶν | ἡδύκρεων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἡδύκρεῳς | τοῖς | ἡδύκρεῳς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἡδύκρεως | τὰ | ἡδύκρεα | ||
κλητική ὦ! | ἡδύκρεῳ | ἡδύκρεα | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡδύκρεω | τὼ | ἡδύκρεω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἡδύκρεῳν | τοῖν | ἡδύκρεῳν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ἵλεως' όπως «ἵλεως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἡδύκρεως < ἡδύ- + κρέας, αρχαϊκή γενική κρέως, θέμα ... + κατάληξη επιθέτων • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἡδύκρεως, -ως, -ων, συγκριτικός :ἡδυκρεώτερος
- που έχει γλυκό κρέας
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 7 @scaife.perseus
- Γίνεται δὲ πίων καὶ ἡδύκρεως κατὰ τοῦτον τὸν καιρὸν μάλιστα. Γίνονται δὲ καὶ τῶν ἱεράκων οἱ νεοττοὶ ἡδύκρεῳ σφόδρα καὶ πίονες.
- ≈ συνώνυμα: γλυκύκρεως
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 7 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἡδύκρεως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.