→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἡδύκρεως τὸ ἡδύκρεων
      γενική τοῦ/τῆς ἡδύκρεω τοῦ ἡδύκρεω
      δοτική τῷ/τῇ ἡδύκρε τῷ ἡδύκρε
    αιτιατική τὸν/τὴν ἡδύκρεων τὸ ἡδύκρεων
     κλητική ! ἡδύκρεως ἡδύκρεων
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἡδύκρε τὰ ἡδύκρεα
      γενική τῶν ἡδύκρεων τῶν ἡδύκρεων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἡδύκρεῳς τοῖς ἡδύκρεῳς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἡδύκρεως τὰ ἡδύκρεα
     κλητική ! ἡδύκρε ἡδύκρεα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡδύκρεω τὼ ἡδύκρεω
      γεν-δοτ τοῖν ἡδύκρεῳν τοῖν ἡδύκρεῳν
2η κλίση, Κατηγορία 'ἵλεως' όπως «ἵλεως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡδύκρεως < ἡδύ- + κρέας, αρχαϊκή γενική κρέως, θέμα ... + κατάληξη επιθέτων • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ἡδύκρεως, -ως, -ων, συγκριτικός:ἡδυκρεώτερος

Συγγενικά

επεξεργασία