ἀποκρέα
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀποκρέᾱ | αἱ | ἀποκρέαι |
γενική | τῆς | ἀποκρέᾱς | τῶν | ἀποκρεῶν |
δοτική | τῇ | ἀποκρέᾳ | ταῖς | ἀποκρέαις |
αιτιατική | τὴν | ἀποκρέᾱν | τὰς | ἀποκρέᾱς |
κλητική ὦ! | ἀποκρέᾱ | ἀποκρέαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποκρέᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποκρέαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀποκρέα
- Αποκριά
- Κυριακῇ τῆς ἀποκρέας. Τῇ δὲ κυριακῇ τῆς τῶν κρεῶν ἀπουσίας ἐπὶ μὲν τῆς βασιλικῆς τραπέζης φίλους οὐ δεῖ συγκαλεῖσθαι. (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί τῆς Βασιλείου Τάξεως, 759, 18)