ἀπόκρεως
λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ἀποκρεω- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀπόκρεως | τὸ | ἀπόκρεων | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀπόκρεω | τοῦ | ἀπόκρεω | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀπόκρεῳ | τῷ | ἀπόκρεῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀπόκρεων | τὸ | ἀπόκρεων | ||
κλητική ὦ! | ἀπόκρεως | ἀπόκρεων | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀπόκρεῳ | τὰ | ἀπόκρεα | ||
γενική | τῶν | ἀπόκρεων | τῶν | ἀπόκρεων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀπόκρεῳς | τοῖς | ἀπόκρεῳς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀπόκρεως | τὰ | ἀπόκρεα | ||
κλητική ὦ! | ἀπόκρεῳ | ἀπόκρεα | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ἵλεως' όπως «ἵλεως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπόκρεως < ἀπό + αρχαία ελληνική κρέας
Επίθετο
επεξεργασίαἀπόκρεως, -ως, -ων
- που απέχει από την κατανάλωση κρέατος
- ※ 9ος αιώνας, Γεώργιος Ἁμαρτωλός ή Γεώργιος μοναχός, Χρονικόν, 644, 17
- Γέγονε δὲ καὶ διαστροφὴ περὶ τοῦ πάσχα, καὶ ὁ μὲν πλεῖστος λαὸς ἐποίησε τὴν ἀπόκρεων (εννοείται ἡμέραν) πρὸ τοῦ βασιλέως. Ὁ δὲ βασιλεὺς προσέταξεν ἑτέραν ἑβδομάδα πραθῆναι κρέα καὶ πάντες οἱ κρεοπῶλαι σφάξαντες, οὐδεὶς ἠγόραζεν