καρναβάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρναβάλι | τα | καρναβάλια |
γενική | του | καρναβαλιού | των | καρναβαλιών |
αιτιατική | το | καρναβάλι | τα | καρναβάλια |
κλητική | καρναβάλι | καρναβάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρναβάλι < ιταλική carnevale < λατινική carnem levare (απομακρύνω, εξαφανίζω το κρέας) < caro + levo
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρναβάλι ουδέτερο
- (λαογραφία) η εορταστική περίοδος της αποκριάς
- Περιμένουν το καρναβάλι για να ξεφαντώσουν.
- οι εορταστικές εκδηλώσεις της αποκριάς
- Το περίφημο καρναβάλι της Πάτρας.
- (συνεκδοχικά) ο μεταμφιεσμένος που μετέχει στις εορταστικές εκδηλώσεις
- Θα ντυθούμε καρναβάλια.