Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρναβαλικός η καρναβαλική το καρναβαλικό
      γενική του καρναβαλικού της καρναβαλικής του καρναβαλικού
    αιτιατική τον καρναβαλικό την καρναβαλική το καρναβαλικό
     κλητική καρναβαλικέ καρναβαλική καρναβαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρναβαλικοί οι καρναβαλικές τα καρναβαλικά
      γενική των καρναβαλικών των καρναβαλικών των καρναβαλικών
    αιτιατική τους καρναβαλικούς τις καρναβαλικές τα καρναβαλικά
     κλητική καρναβαλικοί καρναβαλικές καρναβαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρναβαλικός < καρναβάλ(ι) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

καρναβαλικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με το καρναβάλι ή αναφέρεται σ’ αυτό
    Η βροχή που έπεφτε από το μεσημέρι στην Πάτρα δεν στάθηκε ικανή να εμποδίσει την μεγάλη παρέλαση του βασιλιά καρνάβαλου. Με την μπάντα του δήμου επικεφαλής, τα σατιρικά άρματα που δημιούργησε το καρναβαλικό εργαστήριο του δήμου βγήκαν στο δρόμο στις 2 μετά το μεσημέρι. Το πρώτο άρμα είχε ως θέμα τις πρόσφατες εκλογές, ενώ το δεύτερο έβαλε στο σατιρικό του στόχαστρο το σύστημα υγείας. Πίσω τους ακολουθούσαν 35.000 καρναβαλιστές, μέλη των 141 πληρωμάτων του κρυμμένου θησαυρού, οι οποίοι απέσπασαν το χειροκρότημα των θεατών για τις ευφάνταστες στολές και τις περίτεχνες κατασκευές τους. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία