καρναβαλίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρναβαλίστρια < καρναβαλισ(τής) + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρναβαλίστρια θηλυκό
- θηλυκό του καρναβαλιστής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καρναβάλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρναβαλίστρια