τυροβούτυρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τυροβούτυρο ουδέτερο
- βούτυρο από το τυρόγαλα των σκληρών τυριών (κασέρι, κεφαλοτύρι) και στο οποίο παλιά αναμίγνυαν και φυσικό γάλα, που το έλεγαν πρόσγαλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυροβούτυρο
|