γκίζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκίζα | οι | γκίζες |
γενική | της | γκίζας | — | |
αιτιατική | την | γκίζα | τις | γκίζες |
κλητική | γκίζα | γκίζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκίζα < αρωμουνική < αλβανική gjizë < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sr̥djo (τυρόγαλα, ορός γάλακτος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκίζα θηλυκό
- (τυρί) είδος μυζήθρας, λευκό και μαλακό τυρί, που παρασκευάζεται από τυρόγαλο και είναι κατάλληλο για την παρασκευή διαφόρων ειδών πίτας
Υπερώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκίζα
|
Πηγές επεξεργασία
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.