Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Γκίζα
      γενική της Γκίζας
    αιτιατική την Γκίζα
     κλητική Γκίζα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γκίζα < αραβική الجيزة (il-Gīza)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɟi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γκί‐ζα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

 
Οι πυραμίδες της Γκίζας

Γκίζα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία