τυροκομεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τυροκομεῖον | τὰ | τυροκομεῖᾰ |
γενική | τοῦ | τυροκομείου | τῶν | τυροκομείων |
δοτική | τῷ | τυροκομείῳ | τοῖς | τυροκομείοις |
αιτιατική | τὸ | τυροκομεῖον | τὰ | τυροκομεῖᾰ |
κλητική ὦ! | τυροκομεῖον | τυροκομεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τυροκομείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τυροκομείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατυροκομεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (γαστρονομία) δοχείο ή κοφίνι για τυρί
Πηγές
επεξεργασία- τυροκομεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.