βούτυρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βουτῡρο- | |||||
ονομαστική | ὁ | βούτυρος | οἱ | βούτυροι | |
γενική | τοῦ | βουτύρου | τῶν | βουτύρων | |
δοτική | τῷ | βουτύρῳ | τοῖς | βουτύροις | |
αιτιατική | τὸν | βούτυρον | τοὺς | βουτύρους | |
κλητική ὦ! | βούτυρε | βούτυροι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουτύρω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βουτύροιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βούτυρος < αρχαία ελληνική βοῦς + τυρός → δείτε τη λέξη βούτυρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβούτυρος αρσενικό (βούτῡρος)
- (τρόφιμο) άλλη μορφή του βούτυρον
Πηγές
επεξεργασία- βούτυρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.