βουτύρατα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβουτύρατα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βούτυρο, αντί του βούτυρα στην κοινή νεοελληνική
Δείτε επίσης : βουτυράτα |
βουτύρατα ουδέτερο