πολλαχού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολλαχού < αρχαία ελληνική πολλαχοῦ < πολύς
Επίρρημα επεξεργασία
πολλαχού
- (αρχαιοπρεπές) σε πολλά σημεία, μέρη ή τόπους
Συγγενικά επεξεργασία
- πολλαχόθεν
- → δείτε τη λέξη πολύς
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολλαχού
|