βουτυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vu.tiˈɾo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαβουτυρώνω (παθητική φωνή: βουτυρώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αβουτύρωτος
- αποβουτυρωμένος
- αποβουτυρώνω
- αποβουτύρωση
- βουτυρωμένος
- → δείτε τη λέξη βούτυρο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βουτυρώνω | βουτύρωνα | θα βουτυρώνω | να βουτυρώνω | βουτυρώνοντας | |
β' ενικ. | βουτυρώνεις | βουτύρωνες | θα βουτυρώνεις | να βουτυρώνεις | βουτύρωνε | |
γ' ενικ. | βουτυρώνει | βουτύρωνε | θα βουτυρώνει | να βουτυρώνει | ||
α' πληθ. | βουτυρώνουμε | βουτυρώναμε | θα βουτυρώνουμε | να βουτυρώνουμε | ||
β' πληθ. | βουτυρώνετε | βουτυρώνατε | θα βουτυρώνετε | να βουτυρώνετε | βουτυρώνετε | |
γ' πληθ. | βουτυρώνουν(ε) | βουτύρωναν βουτυρώναν(ε) |
θα βουτυρώνουν(ε) | να βουτυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βουτύρωσα | θα βουτυρώσω | να βουτυρώσω | βουτυρώσει | ||
β' ενικ. | βουτύρωσες | θα βουτυρώσεις | να βουτυρώσεις | βουτύρωσε | ||
γ' ενικ. | βουτύρωσε | θα βουτυρώσει | να βουτυρώσει | |||
α' πληθ. | βουτυρώσαμε | θα βουτυρώσουμε | να βουτυρώσουμε | |||
β' πληθ. | βουτυρώσατε | θα βουτυρώσετε | να βουτυρώσετε | βουτυρώστε | ||
γ' πληθ. | βουτύρωσαν βουτυρώσαν(ε) |
θα βουτυρώσουν(ε) | να βουτυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βουτυρώσει | είχα βουτυρώσει | θα έχω βουτυρώσει | να έχω βουτυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις βουτυρώσει | είχες βουτυρώσει | θα έχεις βουτυρώσει | να έχεις βουτυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει βουτυρώσει | είχε βουτυρώσει | θα έχει βουτυρώσει | να έχει βουτυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βουτυρώσει | είχαμε βουτυρώσει | θα έχουμε βουτυρώσει | να έχουμε βουτυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε βουτυρώσει | είχατε βουτυρώσει | θα έχετε βουτυρώσει | να έχετε βουτυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βουτυρώσει | είχαν βουτυρώσει | θα έχουν βουτυρώσει | να έχουν βουτυρώσει |
|