Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bestreichen < be- + streichen

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

bestreichen (de)

Zum Frühstück bestreiche ich das Brötchen mit Butter und Marmelade. – Για πρωινό αλείφω το ψωμάκι με βούτυρο και με μαρμελάδα.
Der Maler bestrich die Wand des Kinderzimmers mit Deckfarbe. – Ο μπογιατζής άλειψε τον τοίχο του παιδικού δωματίου με αδιαφανές χρώμα.

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  streichen