αποβουτυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποβουτυρώνω (παθητική φωνή: αποβουτυρώνομαι)
- (τεχνολογία τροφίμων) αφαιρώ το βούτυρο από το γάλα ή παράγωγά του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποβουτυρωμένος
- αποβουτύρωση
- → δείτε τη λέξη βούτυρο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποβουτυρώνω | αποβουτύρωνα | θα αποβουτυρώνω | να αποβουτυρώνω | αποβουτυρώνοντας | |
β' ενικ. | αποβουτυρώνεις | αποβουτύρωνες | θα αποβουτυρώνεις | να αποβουτυρώνεις | αποβουτύρωνε | |
γ' ενικ. | αποβουτυρώνει | αποβουτύρωνε | θα αποβουτυρώνει | να αποβουτυρώνει | ||
α' πληθ. | αποβουτυρώνουμε | αποβουτυρώναμε | θα αποβουτυρώνουμε | να αποβουτυρώνουμε | ||
β' πληθ. | αποβουτυρώνετε | αποβουτυρώνατε | θα αποβουτυρώνετε | να αποβουτυρώνετε | αποβουτυρώνετε | |
γ' πληθ. | αποβουτυρώνουν(ε) | αποβουτύρωναν αποβουτυρώναν(ε) |
θα αποβουτυρώνουν(ε) | να αποβουτυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποβουτύρωσα | θα αποβουτυρώσω | να αποβουτυρώσω | αποβουτυρώσει | ||
β' ενικ. | αποβουτύρωσες | θα αποβουτυρώσεις | να αποβουτυρώσεις | αποβουτύρωσε | ||
γ' ενικ. | αποβουτύρωσε | θα αποβουτυρώσει | να αποβουτυρώσει | |||
α' πληθ. | αποβουτυρώσαμε | θα αποβουτυρώσουμε | να αποβουτυρώσουμε | |||
β' πληθ. | αποβουτυρώσατε | θα αποβουτυρώσετε | να αποβουτυρώσετε | αποβουτυρώστε | ||
γ' πληθ. | αποβουτύρωσαν αποβουτυρώσαν(ε) |
θα αποβουτυρώσουν(ε) | να αποβουτυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποβουτυρώσει | είχα αποβουτυρώσει | θα έχω αποβουτυρώσει | να έχω αποβουτυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποβουτυρώσει | είχες αποβουτυρώσει | θα έχεις αποβουτυρώσει | να έχεις αποβουτυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποβουτυρώσει | είχε αποβουτυρώσει | θα έχει αποβουτυρώσει | να έχει αποβουτυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποβουτυρώσει | είχαμε αποβουτυρώσει | θα έχουμε αποβουτυρώσει | να έχουμε αποβουτυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποβουτυρώσει | είχατε αποβουτυρώσει | θα έχετε αποβουτυρώσει | να έχετε αποβουτυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποβουτυρώσει | είχαν αποβουτυρώσει | θα έχουν αποβουτυρώσει | να έχουν αποβουτυρώσει |
|