Ετυμολογία

επεξεργασία
αποβουτυρώνω < απο- + βούτυρο + -ώνω

αποβουτυρώνω (παθητική φωνή: αποβουτυρώνομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία