ξεβουτυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεβουτυρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεβουτυρώνω | ξεβουτύρωνα | θα ξεβουτυρώνω | να ξεβουτυρώνω | ξεβουτυρώνοντας | |
β' ενικ. | ξεβουτυρώνεις | ξεβουτύρωνες | θα ξεβουτυρώνεις | να ξεβουτυρώνεις | ξεβουτύρωνε | |
γ' ενικ. | ξεβουτυρώνει | ξεβουτύρωνε | θα ξεβουτυρώνει | να ξεβουτυρώνει | ||
α' πληθ. | ξεβουτυρώνουμε | ξεβουτυρώναμε | θα ξεβουτυρώνουμε | να ξεβουτυρώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεβουτυρώνετε | ξεβουτυρώνατε | θα ξεβουτυρώνετε | να ξεβουτυρώνετε | ξεβουτυρώνετε | |
γ' πληθ. | ξεβουτυρώνουν(ε) | ξεβουτύρωναν ξεβουτυρώναν(ε) |
θα ξεβουτυρώνουν(ε) | να ξεβουτυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεβουτύρωσα | θα ξεβουτυρώσω | να ξεβουτυρώσω | ξεβουτυρώσει | ||
β' ενικ. | ξεβουτύρωσες | θα ξεβουτυρώσεις | να ξεβουτυρώσεις | ξεβουτύρωσε | ||
γ' ενικ. | ξεβουτύρωσε | θα ξεβουτυρώσει | να ξεβουτυρώσει | |||
α' πληθ. | ξεβουτυρώσαμε | θα ξεβουτυρώσουμε | να ξεβουτυρώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεβουτυρώσατε | θα ξεβουτυρώσετε | να ξεβουτυρώσετε | ξεβουτυρώστε | ||
γ' πληθ. | ξεβουτύρωσαν ξεβουτυρώσαν(ε) |
θα ξεβουτυρώσουν(ε) | να ξεβουτυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεβουτυρώσει | είχα ξεβουτυρώσει | θα έχω ξεβουτυρώσει | να έχω ξεβουτυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεβουτυρώσει | είχες ξεβουτυρώσει | θα έχεις ξεβουτυρώσει | να έχεις ξεβουτυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεβουτυρώσει | είχε ξεβουτυρώσει | θα έχει ξεβουτυρώσει | να έχει ξεβουτυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεβουτυρώσει | είχαμε ξεβουτυρώσει | θα έχουμε ξεβουτυρώσει | να έχουμε ξεβουτυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεβουτυρώσει | είχατε ξεβουτυρώσει | θα έχετε ξεβουτυρώσει | να έχετε ξεβουτυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεβουτυρώσει | είχαν ξεβουτυρώσει | θα έχουν ξεβουτυρώσει | να έχουν ξεβουτυρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεβουτυρώνω
|