Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεβουτυρώνω < ξε- + βούτυρο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεβουτυρώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία