Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποβουτυρωμένος η αποβουτυρωμένη το αποβουτυρωμένο
      γενική του αποβουτυρωμένου της αποβουτυρωμένης του αποβουτυρωμένου
    αιτιατική τον αποβουτυρωμένο την αποβουτυρωμένη το αποβουτυρωμένο
     κλητική αποβουτυρωμένε αποβουτυρωμένη αποβουτυρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποβουτυρωμένοι οι αποβουτυρωμένες τα αποβουτυρωμένα
      γενική των αποβουτυρωμένων των αποβουτυρωμένων των αποβουτυρωμένων
    αιτιατική τους αποβουτυρωμένους τις αποβουτυρωμένες τα αποβουτυρωμένα
     κλητική αποβουτυρωμένοι αποβουτυρωμένες αποβουτυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβουτυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποβουτυρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αποβουτυρωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποβουτυρώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία