Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβουτύρωτος η αβουτύρωτη το αβουτύρωτο
      γενική του αβουτύρωτου της αβουτύρωτης του αβουτύρωτου
    αιτιατική τον αβουτύρωτο την αβουτύρωτη το αβουτύρωτο
     κλητική αβουτύρωτε αβουτύρωτη αβουτύρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβουτύρωτοι οι αβουτύρωτες τα αβουτύρωτα
      γενική των αβουτύρωτων των αβουτύρωτων των αβουτύρωτων
    αιτιατική τους αβουτύρωτους τις αβουτύρωτες τα αβουτύρωτα
     κλητική αβουτύρωτοι αβουτύρωτες αβουτύρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβουτύρωτος < α- στερητικό + βουτυρώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αβουτύρωτος -η -ο

  • που δεν περιέχει ή δεν έχει αλειφτεί με βούτυρο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία