αβουτύρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αβουτύρωτος -η -ο
- που δεν περιέχει ή δεν έχει αλειφτεί με βούτυρο
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβουτύρωτος
αβουτύρωτος -η -ο